καταχωνιάζομαι

καταχωνιάζομαι
καταχωνιάζομαι, καταχωνιάστηκα, καταχωνιασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταχωνούμαι — καταχωνοῡμαι (Μ) χώνομαι στη γη, καταχωνιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταχώνομαι, κατά τα ρ. σε ῶ / οῦμαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”